αερόστατο
Προφορά
Ετυμολογία
αερόστατο └γαλλ┘ aérostate
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αερόστατο
✦ πτητική συσκευή ελαφρότερη από τον ατμοσφαιρικό αέρα, που μπορεί να υψώνεται, να μετακινείται και να στέκει μετέωρη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–