αεροστεγής


αεροστεγής
Προφορά

Ετυμολογία
αεροστεγής αήρ + αρχαία ελληνική στέγω (= στεγάζω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ αεροστεγής -ής, -ές

✦ ο ερμητικά κλεισμένος, ώστε να μην μπορεί να εισχωρήσει αέρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αεροστεγώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.