αεροπορία
Προφορά
Ετυμολογία
αεροπορία αεροπόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αεροπορία
✦ η μετακίνηση με τη χρησιμοποίηση ιπτάμενων συσκευών
✦ η τεχνική που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και κατασκευή ιπτάμενων συσκευών
✦ το σύνολο των αεροσκαφών, των σχετικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών που εξυπηρετούν, δια της αεροπλοΐας, ειρηνικούς ή πολεμικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–