αεροπλανοφόρο
Προφορά
Ετυμολογία
αεροπλανοφόρο αεροπλάνο + φέρω• απόδοση του └αγγλ┘όρου aircraft carrier
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αεροπλανοφόρο
✦ μεγάλο πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα, με κατάστρωμα κατάλληλα διαμορφωμένο, ώστε να χρησιμεύει ως αεροδρόμιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–