αεροπειρατεία
Προφορά
Ετυμολογία
αεροπειρατεία αήρ + πειρατεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αεροπειρατεία
✦ η κατάληψη αεροσκάφους, με βία ή απειλές, ώστε να εξαναγκασθεί να κατευθυνθεί σε τόπο διαφορετικό από τον προβλεπόμενο ή να χρησιμοποιηθούν οι επιβάτες του ως όμηροι για την ικανοποίηση των αιτημάτων που θέτουν οι αεροπειρατές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–