αεροζόλ


αεροζόλ
Προφορά

Ετυμολογία
αεροζόλ διεθνής όρος aerosol

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το αεροζόλ

✦ αερόλυμα (βλ. λ.)
✦ η συσκευή που διασκορπίζει στον αέρα το αερόλυμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.