αεροδόχος
Προφορά
Ετυμολογία
αεροδόχος αήρ, αέρος + δέχομαι
Ερμηνεία
αεροδόχος
✦ -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) αυτός που περιέχει αέρα
✦ το αρσ. αεροδόχος ως ουσ., άνοιγμα από το οποίο διέρχεται αέρας
✦ ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–