αεροβάμων
Προφορά
Ετυμολογία
αεροβάμων αρχαία ελληνική ἀεροβάμων
Ερμηνεία
αεροβάμων
✦ -ων, -ον (-ονος) επίθ. (μτφ. ) φαντασιοκόπος, που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας
Συνώνυμα
αιθεροβάμων, ουρανοβάμων
Αντίθετα
προσγειωμένος
Επιρρήματα
–