αεριωθούμενο


αεριωθούμενο
Προφορά

Ετυμολογία
αεριωθούμενο └ουδ┘ του επιθέτου αεριωθούμενος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αεριωθούμενο

✦ τύπος ταχύτατου αεροπλάνου, που κινείται με την εκτόξευση αερίων από κινητήρα αντιδράσεως. Διεθνής όρος: τζετ (jet)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.