αεραιμία
Προφορά
Ετυμολογία
αεραιμία αήρ, αέρος + αίμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αεραιμία
✦ (ιατρ.) νόσος των δυτών που χαρακτηρίζεται από την παρουσία αερίων στο αίμα και οφείλεται στις απότομες αλλαγές της ατμοσφαιρικής πιέσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–