αερίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αερίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀερίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αερίζω
✦ κάνω αέρα, προκαλώ πνοή του αέρα για δροσισμό με κατάλληλη κίνηση
✦ ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου
✦ εκθέτω κάτι στον αέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–