αεράτος
Προφορά
Ετυμολογία
αεράτος αέρας
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αεράτος -η, -ο
✦ ευάερος, που τον χτυπά ο αέρας
✦ (μτφ. για πρόσ.) χαριτωμένος, που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις ή στην ομιλία: καθώς βάδιζε, το σώμα της φάνηκε λυγερό κι αεράτο (Μ. Στασινόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–