αειμακάριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αειμακάριστος μεταγενέστερη ελληνική ἀειμακάριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αειμακάριστος -ος, -ον
✦ που πρέπει να μακαρίζεται, να υμνείται πάντοτε· χρησιμοποιείται ως επίθ. της Παναγίας: την αειμακάριστον και παναμώμητον μητέρα του Θεού (εκκλησιαστικός ύμνος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–