αδύνατος
Προφορά
Ετυμολογία
αδύνατος αρχαία ελληνική ἀδύνατος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδύνατος -η, -ο
✦ ο χωρίς σωματική η ψυχική δύναμη
✦ ισχνός, με λεπτή διάπλαση: κι έσφιγγα με παροξυσμό τ’ αδύνατο κορμί σου (Κ. Ουράνης)
✦ ο χωρίς αντοχή, ανίσχυρος
✦ ο οικονομικά ασθενής
✦ ακατόρθωτος
✦ το ουδ. αδύνατον είναι ως απρόσ. έκφραση, είναι ακατόρθωτο, ανέφικτο: μου είναι αδύνατον να παραβώ τις αρχές μου
Συνώνυμα
λιγνός ,ανέφικτος, απραγματοποίητος
Αντίθετα
δυνατός, γερός ,παχύς ,ανθεκτικός, δυνατός ,ισχυρός ,εφικτός, προσιτός
Επιρρήματα
αδύνατα