αδυσώπητος


αδυσώπητος
Προφορά

Ετυμολογία
αδυσώπητος μεταγενέστερη ελληνική ἀδυσώπητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδυσώπητος -η, -ο

✦ ο ανελέητα σκληρός: το βάρος του αδυσώπητου εβραϊκού νόμου (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα
απηνής, αμείλικτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αδυσώπητα (Κ αδυσωπήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.