αδυνατίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αδυνατίζω αδύνατος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αδυνατίζω
✦ γίνομαι αδύνατος, χάνω τη δύναμή μου
✦ χάνω βάρος: αδυνάτισε αρκετά το καλοκαίρι
✦ (μτβ.) ασκώ εξασθενιστική επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι
Συνώνυμα
εξασθενώ ,ισχναίνω ,εξασθενίζω
Αντίθετα
δυναμώνω ,παχαίνω ,δυναμώνω
Επιρρήματα
–