αδυνάμωτος


αδυνάμωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδυνάμωτος ἀ στερητικό + δυναμώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδυνάμωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει δυναμώσει, δεν έχει συνέλθει ιδ. μετά από αρρώστια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.