αδρόσιστος


αδρόσιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδρόσιστος ἀ στερητικό + αρχαία ελληνική δροσίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδρόσιστος -η, -ο

✦ που δε δροσίστηκε, άδροσος
(μτφ. ) στερημένος από χαρές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.