αδρομερής


αδρομερής
Προφορά

Ετυμολογία
αδρομερής μεταγενέστερη ελληνική ἁδρομερής

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδρομερής -ής, -ές

✦ ο αποτελούμενος από αδρά, μεγάλα μέρη
✦ περιγραφόμενος σε γενικές γραμμές
✦ (για οίνο) τραχύς, μπρούσκος

Συνώνυμα

Αντίθετα
λεπτομερής
Επιρρήματα
αδρομερώς (συνολικά, γενικά)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.