αδράχνω
Προφορά
Ετυμολογία
αδράχνω α προτακτικό + θ. δραχ- του μεταγενέστερη ελληνική δράσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αδράχνω
✦ πιάνω γερά, με δύναμη: τον άδραξε από τους ώμους
✦ αφαιρώ, αρπάζω με τη βία: να προφυλάξομεν αυτά να μην τ’ αδράξουν οι άλλοι (Μακρυγιάννης)
Συνώνυμα
κρατώ, χουφτώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–