αδιαφύλακτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιαφύλακτος ἀ στερητικό + διαφυλάσσω
Ερμηνεία
αδιαφύλακτος
✦ κ. αδιαφύλαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δε διαφυλάχτηκε, που δεν έχει διατηρηθεί ή δεν μπορεί να διαφυλαχτεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–