αδιαφορισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αδιαφορισμός μετάφραση του └γαλλ┘ όρου indifférentisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αδιαφορισμός
✦ στάση που χαρακτηρίζεται από ανοχή σε απόψεις ή πράξεις οι οποίες ούτε επιβάλλονται ούτε απαγορεύονται από την Αγία Γραφή
✦ αδιαφορία για ζητήματα θεολογίας ή θρησκείας
✦ η λ. για να χαρακτηρίσει την κατάσταση του πολιτικά αδιάφορου, η συστηματική αδιαφορία για την πολιτική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–