αδιατρύπητος


αδιατρύπητος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιατρύπητος ἀ στερητικό + διατρυπώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιατρύπητος -η, -ο

✦ ατρύπητος που δεν έχει τρυπηθεί πέρα ως πέρα ή δεν μπορεί να διατρυπηθεί

Συνώνυμα
ατρύπητος, αδιάτρητος
Αντίθετα
διάτρητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.