αδιαπέραστος


αδιαπέραστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαπέραστος ἀ στερητικό + διαπερνώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιαπέραστος -η, -ο

✦ αδιάβατος, που δεν μπορεί να διαπεραστεί: η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.