αδιαμέτρητος


αδιαμέτρητος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαμέτρητος ἀ στερητικό + διαμετρώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιαμέτρητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί, ανυπολόγιστος, άπειρος: αδιαμέτρητα πλούτη

Συνώνυμα
αλογάριαστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.