αδιάσωστος


αδιάσωστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιάσωστος μεταγενέστερη ελληνική ἀδιάσωστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιάσωστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν διασώθηκε
✦ αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα διασώσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.