αδιάστρεπτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιάστρεπτος ἀ στερητικό + διαστρέφω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιάστρεπτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν διαστρεβλώθηκε, πραγματικός: τα συμπεράσματα μπορεί να επιδέχονται κριτική, τα γεγονότα, όμως, παραμένουν αδιάστρεπτα
✦ ο χωρίς ηθικές διαστροφές, αδιάφθορος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–