αδιάπλευστος


αδιάπλευστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιάπλευστος ἀ στερητικό + διαπλέω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιάπλευστος -η, -ο

✦ ο μη πλωτός, που δεν μπορεί να τον διαπλεύσει κάποιος: αδιάπλευστος ποταμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.