αδαμαντοθήρας


αδαμαντοθήρας
Προφορά

Ετυμολογία
αδαμαντοθήρας αδάμας + θήρα (=κυνήγι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αδαμαντοθήρας

✦ αυτός που ψάχνει να βρει διαμάντια σκάβοντας σε ανεκμετάλλευτες περιοχές (πρβλ. χρυσοθήρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.