αδάμαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αδάμαστος αρχαία ελληνική ἀδάμαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδάμαστος -η, -ο
✦ ανημέρωτος, που δεν έχει δαμαστεί: και πάντα οι Αμαζόνες τρέχουν αδάμαστες με τ’ άλογα τ’ αδάμαστα (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) ακατανίκητος, ακαταπόνητος
Συνώνυμα
άγριος, ατίθασος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδάμαστα (Κ αδαμάστως)