αδάμαντας


αδάμαντας
Προφορά

Ετυμολογία
αδάμαντας αρχαία ελληνική ἀδάμας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αδάμαντας

✦ το διαμάντι, πολύτιμος λίθος με μορφή κρυσταλλική και μεγάλη σκληρότητα και λάμψη
✦ (μτφ. για πρόσ.) ακέραιος, άμεμπτος
✦ αυτός που ξεχωρίζει για το χαρακτήρα ή τις ικανότητές του ανάμεσα στους ομοίους του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.