αδάκρυτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδάκρυτος αρχαία ελληνική ἀδάκρυτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδάκρυτος -η, -ο
✦ ασυγκίνητος, άπονος, που δε δάκρυσε ή δε δακρύζει: ποιος βαστιέται μ’ αδάκρυτα μάτια να σε ιδεί; (Κ. Παλαμάς)
✦ ο χωρίς λύπες: αδάκρυτη ζωή
Συνώνυμα
άλυπος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδάκρυτα