αγώγιμος
Προφορά
Ετυμολογία
αγώγιμος αρχαία ελληνική ἀγώγιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγώγιμος -η, -ο
✦ που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό: αγώγιμα σώματα
✦ (νομ.) αυτός για τον οποίο υπάρχει η δυνατότητα να ασκηθεί αγωγή
✦ ουδ. αγώγιμο ως ουσ., δυνατότητα άσκησης αγωγής για επίδικο δικαίωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–