αγωνίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αγωνίζομαι αρχαία ελληνική ἀγωνίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγωνίζομαι
✦ μετέχω σε αγώνα, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι
✦ προσπαθώ να επιβληθώ σε αντιπάλους, μάχομαι, πολεμώ
✦ καταβάλλω προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: χωρίς ο νιος ν’ αγωνιστεί τη νια δεν αποχταίνει (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–