αγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
αγωγός αρχαία ελληνική ἀγωγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγωγός
✦ οδηγός, αυτός που μεταφέρει ή κατευθύνει κάτι
✦ αυλάκι ή σωλήνας που χρησιμεύει για να διοχετεύει τα νερά (πόσιμα, ακάθαρτα κτλ.)
✦ οποιοδήποτε σώμα μέσω του οποίου μετάγεται, μεταφέρεται ορισμένη ενέργεια: καλός αγωγός ηλεκτρισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–