αγρός
Προφορά
Ετυμολογία
αγρός αρχαία ελληνική ἀγρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγρός
✦ έκταση γης, όπου καλλιεργούνται ορισμένα ετήσια φυτά, ιδ. δημητριακά, το χωράφι
✦ γενικά, η καλλιεργήσιμη γη έξω από κατοικημένα μέρη
✦ φρ. αγρόν αγοράζω (από τη φρ. αγρόν ηγόρασε, της Κ. Διαθήκης) αδιαφορώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–