αγριοπούλι
Προφορά
Ετυμολογία
αγριοπούλι άγριος + πουλί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγριοπούλι
✦ σε αντίθεση προς τα κατοικίδια πτηνά, κάθε άγριο πτηνό ιδ. ερημικών τόπων: αγριοπούλια χωμένα στις… κόχες των… όρμων (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–