αγριλίκι


αγριλίκι
Προφορά

Ετυμολογία
αγριλίκι └τουρκ┘agirlik

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αγριλίκι

✦ προγαμιαία δωρεά του γαμπρού στη νύφη, ιδ. όταν ο άντρας είναι χήρος και η νύφη παρθένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.