αγριεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αγριεύω άγριος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγριεύω
✦ εξαγριώνω, εξοργίζω
✦ φοβίζω, φοβερίζω
✦ (αμτβ.) γίνομαι άγριος, εξαγριώνομαι
✦ (μέσ.) αγριεύομαι, τρομάζω, φοβούμαι
Συνώνυμα
ερεθίζω, φουρκίζω ,σκιάζω, τρομάζω ,δειλιάζω, σκιάζομαι
Αντίθετα
ημερώνω, καθησυχάζω
Επιρρήματα
–