αγρίμι
Προφορά
Ετυμολογία
αγρίμι μεσαιωνική ελληνική ἀγρίμιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγρίμι
✦ άγριο ζώο, θηρίο: τα λυγερά τ’ αγρίμια, τα φίδια, τα πουλιά (Κ. Παλαμάς)
✦ θήραμα
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–