αγονάτιστος


αγονάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αγονάτιστος ἀ στερητικό + γονατιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγονάτιστος -η, -ο

✦ αυτός που δε γονάτισε ή που δε δέχεται να γονατίσει, ο αλύγιστος, περήφανος

Συνώνυμα
απροσκύνητος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αγονάτιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.