αγνωσία
Προφορά
Ετυμολογία
αγνωσία αρχαία ελληνική ἀγνωσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγνωσία
✦ η έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια
✦ (ειδ. φιλοσ.) η μεθοδολογική αφετηρία της σωκρατικής θεωρίας για τη γνώση («?åν οἶδα ?ïτι ο’õδέν οἶδα»)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–