αγκιτάτσια
Προφορά
Ετυμολογία
αγκιτάτσια └λατιν┘ agitatio (= παρότρυνση)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγκιτάτσια
✦ τρόπος πολιτικού επηρεασμού των μαζών με ομιλίες, συλλαλητήρια, εισηγήσεις, βιβλία, άρθρα κτλ.
✦ η διάδοση των αρχών κόμματος στις εργατικές οργανώσεις
✦ μορφή προπαγάνδας που αποσκοπεί στην κινητοποίηση των μαζών και στην ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–