αγκίστρι
Προφορά
Ετυμολογία
αγκίστρι μεταγενέστερη ελληνική ἀγκίστριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἄγκιστρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγκίστρι
✦ αλιευτικό εργαλείο σε σχήμα καμπυλωτής βελόνας
✦ γάντζος, τσιγκέλι
✦ φρ. πιάστηκε στ’ αγκίστρι, έπεσε στην παγίδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–