αγκάλη
Προφορά
Ετυμολογία
αγκάλη αρχαία ελληνική ἀγκάλη, από την ίδια ρίζα με το ἄγκος (= καμπή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγκάλη
✦ η αγκαλιά: εις τη γλυκιά σου αγκάλη να βρω παρηγοριά (Διον. Σολωμός)
✦ φρ. με ανοιχτές αγκάλες, με χαρά, με μεγάλη ευχαρίστηση: τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–