αγεωγράφητος
Προφορά
Ετυμολογία
αγεωγράφητος ἀ στερητικό + γεωγραφῶ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγεωγράφητος -η, -ο
✦ ο μη γνώστης της γεωγραφίας
✦ στερημένος από γεωγραφικές γνώσεις
✦ που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά: χώρες αγεωγράφητες
✦ αδαής, απληροφόρητος, ακατατόπιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–