αγευσία


αγευσία
Προφορά

Ετυμολογία
αγευσία ἀ στερητικό + γεύσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγευσία

(ιατρ.) απώλεια ή ελάττωση της αισθήσεως της γεύσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.