αγγελτήριο


αγγελτήριο
Προφορά

Ετυμολογία
αγγελτήριο αγγέλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αγγελτήριο

✦ έντυπη ή έγγραφη αγγελία ιδ. κοινωνικού γεγονότος: αγγελτήριο γάμου – μνημοσύνου – θανάτου – σταμάτησε σ’ ένα αγγελτήριο θανάτου κολλημένο σ’έναν τοίχο (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.