αγγελιοδότης


αγγελιοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
αγγελιοδότης αγγελία + δότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αγγελιοδότης

✦ αυτός που δίνει αγγελία ή διαφημιστική καταχώριση στα μέσα ενημέρωσης
✦ πληροφοριοδότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.