αγγειοχειρουργικός
Προφορά
Ετυμολογία
αγγειοχειρουργικός αγγειοχειρουργός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγγειοχειρουργικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον αγγειοχειρουργό
✦ θηλ. αγγειοχειρουργική ως ουσ., κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη χειρουργική των αγγείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–